παραλογιστής: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui raisonne mal, qui trompe par de faux raisonnements.<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui raisonne mal, qui trompe par de faux raisonnements.<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραλογιστής:''' οῦ ὁ вводящий в заблуждение, обманщик Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[παραλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς<br /><b>2.</b> αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς<br /><b>3.</b> (γενικά) [[απατεώνας]].
|mltxt=ὁ, Α [[παραλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς<br /><b>2.</b> αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς<br /><b>3.</b> (γενικά) [[απατεώνας]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραλογιστής:''' οῦ ὁ вводящий в заблуждение, обманщик Arst.
}}
}}

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλογιστής Medium diacritics: παραλογιστής Low diacritics: παραλογιστής Capitals: ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΤΗΣ
Transliteration A: paralogistḗs Transliteration B: paralogistēs Transliteration C: paralogistis Beta Code: paralogisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who cheats by false reckoning, Arist.EE1232a14; or by false reasoning, δεινὸς ὁ τῦφος π. M.Ant.6.13, cf. Procl.Par.Ptol.225; cheat, Artem.4.57.

German (Pape)

[Seite 488] ὁ, der durch falsche Rechnungen od. durch Trugschlüsse Betrügende, übh. der Betrüger, M. Anton. 6, 13 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui raisonne mal, qui trompe par de faux raisonnements.
Étymologie: παραλογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

παραλογιστής: οῦ ὁ вводящий в заблуждение, обманщик Arst.

Greek (Liddell-Scott)

παραλογιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν διὰ ψευδοῦς ὑπολογισμοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 3. 4, 5· ἢ διὰ ψευδοῦς συλλογισμοῦ, Μ. Ἀντωνῖν. 6. 13, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225· - ἀπατεών, Ἀρτεμ. 4. 57.

Greek Monolingual

ὁ, Α παραλογίζομαι
1. αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς
2. αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς
3. (γενικά) απατεώνας.