περιβλητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] ή, όν, zum Umwerfen geschickt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] ή, όν, zum Umwerfen geschickt, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''περιβλητικός:''' рит. служащий оболочкой для мысли, т. е. оформляющий ([[σχῆμα]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[περιβάλλω]]<br />ο [[ικανός]] να αναπτύσσει έναν λόγο διεξοδικώς («περιβλητικὸν [[σχῆμα]]», Ερμογ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιβλητικῶς</i><br />με τρόπο περιβλητικό.
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[περιβάλλω]]<br />ο [[ικανός]] να αναπτύσσει έναν λόγο διεξοδικώς («περιβλητικὸν [[σχῆμα]]», Ερμογ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιβλητικῶς</i><br />με τρόπο περιβλητικό.
}}
{{elru
|elrutext='''περιβλητικός:''' рит. служащий оболочкой для мысли, т. е. оформляющий ([[σχῆμα]]).
}}
}}

Revision as of 15:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβλητικός Medium diacritics: περιβλητικός Low diacritics: περιβλητικός Capitals: ΠΕΡΙΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periblētikós Transliteration B: periblētikos Transliteration C: perivlitikos Beta Code: periblhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for amplifying, σχῆμα Hermog. Id.1.9, Eust.1968.23. Adv. -κῶς Id.1949.17.

German (Pape)

[Seite 570] ή, όν, zum Umwerfen geschickt, Sp.

Russian (Dvoretsky)

περιβλητικός: рит. служащий оболочкой для мысли, т. е. оформляющий (σχῆμα).

Greek (Liddell-Scott)

περιβλητικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως περιβάλῃ τὰ διανοήματα διά λέξεων, σχῆμα Ρήτορες (Walz) 3. 268, Εὐστ. 1968, 23. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1949. 17.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ περιβάλλω
ο ικανός να αναπτύσσει έναν λόγο διεξοδικώς («περιβλητικὸν σχῆμα», Ερμογ.).
επίρρ...
περιβλητικῶς
με τρόπο περιβλητικό.