σαρκασμός: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] ὁ, das Hohnlachen eines Zornigen, höhnendes Wort, höhnende Rede, bitterer Spott, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] ὁ, das Hohnlachen eines Zornigen, höhnendes Wort, höhnende Rede, bitterer Spott, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκασμός:''' ὁ [[σαρκάζω]] рит. язвительная насмешка.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σαρκάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαρκάζω]], [[δηκτικός]] [[εμπαιγμός]], [[ειρωνικός]] [[λόγος]] με τον οποίο χλευάζει [[κανείς]] κάποιον.
|mltxt=ο, ΝΑ [[σαρκάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαρκάζω]], [[δηκτικός]] [[εμπαιγμός]], [[ειρωνικός]] [[λόγος]] με τον οποίο χλευάζει [[κανείς]] κάποιον.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκασμός:''' ὁ [[σαρκάζω]] рит. язвительная насмешка.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκασμός Medium diacritics: σαρκασμός Low diacritics: σαρκασμός Capitals: ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: sarkasmós Transliteration B: sarkasmos Transliteration C: sarkasmos Beta Code: sarkasmo/s

English (LSJ)

ὁ, mockery, sarcasm, Hdn.Fig.p.92 S., Phryn.PS p.16B.

German (Pape)

[Seite 863] ὁ, das Hohnlachen eines Zornigen, höhnendes Wort, höhnende Rede, bitterer Spott, Sp.

Russian (Dvoretsky)

σαρκασμός:σαρκάζω рит. язвительная насмешка.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, εἰρωνεία, χλευασμός, Ρήτορ. (Walz) 8. 591, Α. Β. 10, κτλ.· ἴδε σαρκάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σαρκάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαρκάζω, δηκτικός εμπαιγμός, ειρωνικός λόγος με τον οποίο χλευάζει κανείς κάποιον.