στλέγγισμα: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0945.png Seite 945]] τό, seltener [[στέλγισμα]], der mit der Streichplatte, [[στλεγγίς]], abgeriebene Schmutz, Schweiß mit Oel vermischt; Lycophr. 874; Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0945.png Seite 945]] τό, seltener [[στέλγισμα]], der mit der Streichplatte, [[στλεγγίς]], abgeriebene Schmutz, Schweiß mit Oel vermischt; Lycophr. 874; Strab.
}}
{{elru
|elrutext='''στλέγγισμα:''' ατος τό снимаемая скребком грязь Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στέλγισμα]], -ίσματος, τὸ, Α [[στλεγγίζω]]<br />ο [[ρύπος]] που αποξέεται με τη [[βοήθεια]] της στλεγγίδας, το [[απόμαγμα]].
|mltxt=και [[στέλγισμα]], -ίσματος, τὸ, Α [[στλεγγίζω]]<br />ο [[ρύπος]] που αποξέεται με τη [[βοήθεια]] της στλεγγίδας, το [[απόμαγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''στλέγγισμα:''' ατος τό снимаемая скребком грязь Arst.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στλέγγισμα Medium diacritics: στλέγγισμα Low diacritics: στλέγγισμα Capitals: ΣΤΛΕΓΓΙΣΜΑ
Transliteration A: stléngisma Transliteration B: stlengisma Transliteration C: stleggisma Beta Code: stle/ggisma

English (LSJ)

ατος, τό, like γλοιός, the oil and dirt scraped off by the στλεγγίς, Arist.Mir.839b25; in form στέλγισμα, Lyc. 874.

German (Pape)

[Seite 945] τό, seltener στέλγισμα, der mit der Streichplatte, στλεγγίς, abgeriebene Schmutz, Schweiß mit Oel vermischt; Lycophr. 874; Strab.

Russian (Dvoretsky)

στλέγγισμα: ατος τό снимаемая скребком грязь Arst.

Greek (Liddell-Scott)

στλέγγισμα: τό, ὡς τὸ γλοιός, τὸ ἔλαιον καὶ ὁ ῥύπος, τὰ ἀποξέσματα διὰ τῆς στλεγγίδος, Λατ. strigmenm, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 105· ἐν τῷ τύπῳ στέλγισμα, Λυκόφρ. 874.

Greek Monolingual

και στέλγισμα, -ίσματος, τὸ, Α στλεγγίζω
ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια της στλεγγίδας, το απόμαγμα.