στείομεν: Difference between revisions

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source
(4)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] ep. für στῶμεν, conj.aor. II. von [[ἵστημι]], Il. 15, 297.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] ep. für στῶμεν, conj.aor. II. von [[ἵστημι]], Il. 15, 297.
}}
{{elru
|elrutext='''στείομεν:''' эп. (= στῶμεν) 1 л. pl. aor. 2 conjct. к [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στείομεν:''' Επικ. αντί <i>στῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
|lsmtext='''στείομεν:''' Επικ. αντί <i>στῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''στείομεν:''' эп. (= στῶμεν) 1 л. pl. aor. 2 conjct. к [[ἵστημι]].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 933] ep. für στῶμεν, conj.aor. II. von ἵστημι, Il. 15, 297.

Russian (Dvoretsky)

στείομεν: эп. (= στῶμεν) 1 л. pl. aor. 2 conjct. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στείομεν: Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄τοῦ ἵστημι, Ἰλ. Ο. 297· πρβλ. βείομεν ἀντὶ βῶμεν, τραπείομεν ἀντὶ τραπῶμεν, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στείοντες· ἱστάμενοι».

English (Autenrieth)

see ἵστημι.

Greek Monotonic

στείομεν: Επικ. αντί στῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ἵστημι.