ἀκαταμάχητος: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[invencible]], [[inexpugnable]] ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα [[LXX]] <i>Sap</i>.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.135.2, τεῖχος <i>SEG</i> 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[la inquebrantabilidad]] de los mandamientos de Dios, Didym.<i>in Ps.cat</i>.118.152. | |dgtxt=-ον<br />[[invencible]], [[inexpugnable]] ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα [[LXX]] <i>Sap</i>.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.135.2, τεῖχος <i>SEG</i> 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[la inquebrantabilidad]] de los mandamientos de Dios, Didym.<i>in Ps.cat</i>.118.152. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκαταμάχητος:''' [[непобедимый]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα». | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα». | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, unconquerable, LXX Wi.5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11.
Spanish (DGE)
-ον
invencible, inexpugnable ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX Sap.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.Schol.Pr.135.2, τεῖχος SEG 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἀ. la inquebrantabilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαταμάχητος: непобедимый Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμάχητος: -ον, ἀκατανίκητος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταμάχητος, -ον) καταμάχομαι
εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος
«ἀκαταμάχητα ὅπλα»
νεοελλ.
αυτός που δεν αντικρούεται
«ακαταμάχητα επιχειρήματα».