ἀμφορεαφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0146.png Seite 146]] Wasserkrüge tragend, Poll. 7, 130; Men.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0146.png Seite 146]] Wasserkrüge tragend, Poll. 7, 130; Men.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφορεᾱφόρος:''' ὁ [[водонос]] Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφορεαφόρος]], ο (ΑΜ)<br />αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με [[νερό]], [[σταμνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. <i>ἀμφορέα</i> (αιτ. του <i>ἀμφορεὺς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμφορεαφορῶ</i>].
|mltxt=[[ἀμφορεαφόρος]], ο (ΑΜ)<br />αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με [[νερό]], [[σταμνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. <i>ἀμφορέα</i> (αιτ. του <i>ἀμφορεὺς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμφορεαφορῶ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφορεᾱφόρος:''' ὁ [[водонос]] Men.
}}
}}

Revision as of 17:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφορεᾱφόρος Medium diacritics: ἀμφορεαφόρος Low diacritics: αμφορεαφόρος Capitals: ΑΜΦΟΡΕΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: amphoreaphóros Transliteration B: amphoreaphoros Transliteration C: amforeaforos Beta Code: a)mforeafo/ros

English (LSJ)

ου, ὁ, water-carrier, Eup.187, Men.431, IG2.768.

Spanish (DGE)

(ἀμφορεᾱφόρος) -ου, ὁ portador de ánforas Eup.187, Ar.Fr.741D, Men.Fr.364, Sud.

German (Pape)

[Seite 146] Wasserkrüge tragend, Poll. 7, 130; Men.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφορεᾱφόρος:водонос Men.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφορεᾱφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀμφορέας, Μενάνδ. Ραπ. 6. - «ἀμφορεαφόρους, τοὺς μισθίους, τοὺς τὰ κεράμια φέροντας» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀμφορεαφόρος, ο (ΑΜ)
αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με νερό, σταμνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. ἀμφορέα (αιτ. του ἀμφορεὺς) + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφορεαφορῶ].