ἀνακυκλικός: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0194.png Seite 194]] was sich leicht umdrehen läßt, bes, kleine Gedichte, die vor- u. rückwärts gelesen werden können, wie Leon Al. 33 (VI, 323). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0194.png Seite 194]] was sich leicht umdrehen läßt, bes, kleine Gedichte, die vor- u. rückwärts gelesen werden können, wie Leon Al. 33 (VI, 323). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακυκλῐκός:''' обратимый, т. е. могущий быть прочтенным в обратном направлении Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνακυκλικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[ανακύκληση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιστρέφεται εύκολα, ([[στίχος]]) που διαβάζεται αναδρομικά, από το [[τέλος]] [[προς]] την [[αρχή]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνακυκλικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[ανακύκληση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιστρέφεται εύκολα, ([[στίχος]]) που διαβάζεται αναδρομικά, από το [[τέλος]] [[προς]] την [[αρχή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, easy to turn round, of a verse that will read either backwards or forwards, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν AP6.323 tit.
German (Pape)
[Seite 194] was sich leicht umdrehen läßt, bes, kleine Gedichte, die vor- u. rückwärts gelesen werden können, wie Leon Al. 33 (VI, 323).
Russian (Dvoretsky)
ἀνακυκλῐκός: обратимый, т. е. могущий быть прочтенным в обратном направлении Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακυκλικός: -ή, -όν, εὔκολος νὰ ἀναστραφῇ, ἐπὶ στίχου ὅπερ δύναται νὰ ἀναγνωσθῇ καὶ ὀπισθοδρομικῶς, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν, ἐπιγραφὴ ποιήματος ἐν Ἀνθ. Π. 6. 323.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνακυκλικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με ανακύκληση
αρχ.
αυτός που περιστρέφεται εύκολα, (στίχος) που διαβάζεται αναδρομικά, από το τέλος προς την αρχή.