ἀντανακλαστικός: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0243.png Seite 243]] sich zurückbeziehend, ἀντωνυμίαι, pron. reciproca, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0243.png Seite 243]] sich zurückbeziehend, ἀντωνυμίαι, pron. reciproca, Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντανακλαστικός:''' и [[ἀντανάκλαστος]] 2 грам. возвратный (ἀντωνυμίαι). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 17:52, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 243] sich zurückbeziehend, ἀντωνυμίαι, pron. reciproca, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἀντανακλαστικός: и ἀντανάκλαστος 2 грам. возвратный (ἀντωνυμίαι).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανακλαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀντανάκλασιν, ἡ ἀν. ἀντωνυμία, αὐτοπαθής, Γραμμ.: - ὡσαύτως ἀντανάκλαστος, ον, Πρισκιαν.
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. εκείνος που προκαλεί ή υφίσταται αντανάκλαση
2. (Γραμμ.) «αντανακλαστικές αντωνυμίες» — οι αυτοπαθείς, αυτές που αναφέρονται στο ίδιο το υποκείμενο
3. το ουδ. ως ουσ. η αυτόματη (άμεση και ακούσια) απάντηση ενός οργάνου σε κάποιο ερέθισμα.