ἀξιοπιστία: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0270.png Seite 270]] ἡ, Glaubwürdigkeit, D. Sic. 1, 23; Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0270.png Seite 270]] ἡ, Glaubwürdigkeit, D. Sic. 1, 23; Strab.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιοπιστία:''' ἡ [[вероятность]], [[правдоподобие]] (ἔν τινι Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀξιοπιστία]])<br />[[ιδιότητα]] του αξιόπιστου<br /><b>αρχ.</b><br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.
|mltxt=η (Α [[ἀξιοπιστία]])<br />[[ιδιότητα]] του αξιόπιστου<br /><b>αρχ.</b><br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιοπιστία:''' ἡ [[вероятность]], [[правдоподобие]] (ἔν τινι Diod.).
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοπιστία Medium diacritics: ἀξιοπιστία Low diacritics: αξιοπιστία Capitals: ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ
Transliteration A: axiopistía Transliteration B: axiopistia Transliteration C: aksiopistia Beta Code: a)ciopisti/a

English (LSJ)

ἡ, A trustworthiness, Hipparch.1.1.7, Phld.Rh.1.45S., D.S.1.23, Longin. 16.2, etc. 2 plausibility, J.BJ1.32.2; credibility, Alex.Fig.1.17.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 credibilidad ἡ γὰρ τῶν ποιημάτων χάρις ἀξιοπιστίαν τινὰ τοῖς λεγομένοις περιτίθησι Hipparch.1.1.7, ἔχειν ἀξιοπιστίαν Phld.Rh.p.85Aur., cf. D.S.1.23, Alex.Fig.1.17, Longin.16.2.
2 verosimilitud προορῶμαι τὴν μέλλουσαν ἀ. I.BI 1.627.
3 crédito en transacciones comerciales, Tat.Orat.25.

German (Pape)

[Seite 270] ἡ, Glaubwürdigkeit, D. Sic. 1, 23; Strab.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοπιστία:вероятность, правдоподобие (ἔν τινι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοπιστία: ἡ, τὸ εἶναί τινα ἀξιόπιστον, Διόδ. 1. 23. 2) τὸ φαίνεσθαι ἀξιόπιστον, τὸ εὐλογοφανές, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 2.

Greek Monolingual

η (Α ἀξιοπιστία)
ιδιότητα του αξιόπιστου
αρχ.
το να φαίνεται κάτι εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.