Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρθρικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] die Glieder betreffend, Hipp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] die Glieder betreffend, Hipp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρθρικός:''' грам. членный, употребляющийся с грамматическим членом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρθρικός]], -ή, -όν) [[άρθρον]]<br />αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.<br /><b>(II)</b><br />[[ἀρθρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει στο [[άρθρο]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρθρικός]], -ή, -όν) [[άρθρον]]<br />αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.<br /><b>(II)</b><br />[[ἀρθρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει στο [[άρθρο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρθρικός:''' грам. членный, употребляющийся с грамматическим членом.
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρθρικός Medium diacritics: ἀρθρικός Low diacritics: αρθρικός Capitals: ΑΡΘΡΙΚΟΣ
Transliteration A: arthrikós Transliteration B: arthrikos Transliteration C: arthrikos Beta Code: a)rqriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄρθρον I) A of or for the joints, Gal.19.85. II (ἄρθρον II) of, belonging to the article, in Gramm., A.D.Synt.6.5,al. Adv. -ῶς ib.33.6.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1medic. relativo a las articulaciones Gal.19.85.
2 gram. relativo al artículo γραφή A.D.Synt.6.5.
II adv. -ῶς como artículo ἀ. νοεῖσθαι A.D.Synt.33.6.

German (Pape)

[Seite 350] die Glieder betreffend, Hipp.

Russian (Dvoretsky)

ἀρθρικός: грам. членный, употребляющийся с грамматическим членом.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθρικός: -ή, -όν, (ἄρθρον Ι.) ὁ ἀφορῶν τὰ ἄρθρα, ἴδε Γαλην. Λεξ. 442, πιθ. σφάλμα ἀντὶ ἀρθριτικός. ΙΙ. (ἄρθρον ΙΙ.) ἀνήκων εἰς τὸ ἄρθρον, ὅρος γραμμ., Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. σ. 6. κτλ.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM ἀρθρικός, -ή, -όν) άρθρον
αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.
(II)
ἀρθρικός, -ή, -όν (Α)
γραμμ. αυτός που ανήκει στο άρθρο.