ἀργυροφάλαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)rgurofa/laros
|Beta Code=a)rgurofa/laros
|Definition=[<b class="b3">φᾰ], ον,</b> [[with silver trappings]], ἱππεῖς <span class="bibl">Plb.30.25.6</span>.
|Definition=[<b class="b3">φᾰ], ον,</b> [[with silver trappings]], ἱππεῖς <span class="bibl">Plb.30.25.6</span>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠροφάλᾰρος:''' [[сребросбруйный]] (ἱππεῖς Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυροφάλαρος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει ασημένια [[διακόσμηση]] στα [[χάμουρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»].
|mltxt=[[ἀργυροφάλαρος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει ασημένια [[διακόσμηση]] στα [[χάμουρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠροφάλᾰρος:''' [[сребросбруйный]] (ἱππεῖς Polyb.).
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροφάλᾰρος Medium diacritics: ἀργυροφάλαρος Low diacritics: αργυροφάλαρος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΦΑΛΑΡΟΣ
Transliteration A: argyrophálaros Transliteration B: argyrophalaros Transliteration C: argyrofalaros Beta Code: a)rgurofa/laros

English (LSJ)

[φᾰ], ον, with silver trappings, ἱππεῖς Plb.30.25.6.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροφάλᾰρος: сребросбруйный (ἱππεῖς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροφάλᾰρος: -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.

Greek Monolingual

ἀργυροφάλαρος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει ασημένια διακόσμηση στα χάμουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + φάλαρα (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»].