ἐμμενετικός: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] ή, όν, bleibend in, beharrend bei Etwas, τῷ λογισμῷ, neben [[ἐγκρατής]], Arist. Eth. 7, 1, 6. – Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] ή, όν, bleibend in, beharrend bei Etwas, τῷ λογισμῷ, neben [[ἐγκρατής]], Arist. Eth. 7, 1, 6. – Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμμενετικός:''' [[неуклонный]], [[стойкий]], [[упорствующий]] (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμμενετικός]], -ή, -όν και [[ἐμμενητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που μένει [[σταθερός]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐμμενετικός]], -ή, -όν και [[ἐμμενητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που μένει [[σταθερός]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 3 October 2022
English (LSJ)
or ἐμμεν-ητικός, ή, όν, disposed to abide by, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Arist.EN1145b11, 1151b5; τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Stoic.ap.Stob.2.7.5b2: c.gen., ἕξις -ητικὴ νόμου Pl.Def.412b. Adv. -ητικῶς Chrysipp.Stoic.3.73.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): ἐμμενη- Pl.Def.412b, Chrysipp.Stoic.3.64.35
I 1que se mantiene firme en de pers. y abstr., c. dat. ἐ. τῷ λογισμῷ que se atiene a la razón op. ἐκστατικὸς τοῦ λογισμοῦ ‘que se aparta de la razón’, Arist.EN 1145b11, τῇ δόξῃ Arist.EN 1151b5, καρτερία δὲ ἐπιστήμη ἐ. τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Chrysipp.l.c., c. gen. ἕξις ἐ. νόμου Pl.l.c.
•que resiste ἐν τῷ πολέμῳ Sch.A.R.2.114b.
2 a lo que uno se aferra τὰ δὲ ... εὐφραίνοντι ἐμμενετικὰ τε καὶ ἀναπόβλητα Sch.Luc.VH 33.
II adv. -ῶς con firmeza, manteniéndose firme εἰ ... ποιεῖ ... τὰ δὲ ἐ. Chrysipp.Stoic.3.73.1.
German (Pape)
[Seite 808] ή, όν, bleibend in, beharrend bei Etwas, τῷ λογισμῷ, neben ἐγκρατής, Arist. Eth. 7, 1, 6. – Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμενετικός: неуклонный, стойкий, упорствующий (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμενετικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ἐμμείνῃ εἴς τι, ὁ ἐμμένων, σταθερός, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 6, κ. ἀλλ.· τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Στοβ. Ἐκλογ. 2. 106.
Greek Monolingual
ἐμμενετικός, -ή, -όν και ἐμμενητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μένει σταθερός σε κάτι.