стойкий
From LSJ
Russian > Greek
συνεχής, ἔμπεδος, δυσέκκρουστος, ταλασίφρων, εὐτλάμων, εὐκάρδιος, ἀπαραχώρητος, ἀπτώς, ἄκαμπτος, ἀσφαλής, μόνιμος, μενεχάρμης, ἐμμενετικός, ἔμμονος, δυσεξίτηλος, ὑποστατικός, τλήθυμος, τλάθυμος, στάδιος, φερέκακος, τλητός, τλατός, τολμήεις, τλήμων, τλάμων, σταδαῖος, ἐπίμονος