ὑποσχόμενος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>part. ao.2 de</i> [[ὑπισχνέομαι]].
|btext=η, ον :<br /><i>part. ao.2 de</i> [[ὑπισχνέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσχόμενος:''' part. aor. 2 к [[ὑπισχνέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσχόμενος:''' μτχ. αορ. βʹ του [[ὑπισχνέομαι]]· υποτ. [[ὑπόσχωμαι]].
|lsmtext='''ὑποσχόμενος:''' μτχ. αορ. βʹ του [[ὑπισχνέομαι]]· υποτ. [[ὑπόσχωμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσχόμενος:''' part. aor. 2 к [[ὑπισχνέομαι]].
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσχόμενος Medium diacritics: ὑποσχόμενος Low diacritics: υποσχόμενος Capitals: ΥΠΟΣΧΟΜΕΝΟΣ
Transliteration A: hyposchómenos Transliteration B: hyposchomenos Transliteration C: yposchomenos Beta Code: u(posxo/menos

English (LSJ)

v. ὑπισχνέομαι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao.2 de ὑπισχνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσχόμενος: part. aor. 2 к ὑπισχνέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσχόμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπισχνέομαι· - ὑποσχών, ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπέχω. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 519-521.

Greek Monotonic

ὑποσχόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὑπισχνέομαι· υποτ. ὑπόσχωμαι.