ὡμολογημένως: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1411.png Seite 1411]] adv. part. perf. pass. von [[ὁμολογέω]], zugestanden, verabredetermaßen, ohne Widerrede, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1411.png Seite 1411]] adv. part. perf. pass. von [[ὁμολογέω]], zugestanden, verabredetermaßen, ohne Widerrede, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ὡμολογημένως:''' [part. pf. pass. к [[ὁμολογέω]] единодушно, по взаимному соглашению Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[ομολογουμένως]] («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων [[ὡμολογημένως]] ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. <i>ὡμολογημένος</i> του μέσου παρακμ. του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>].
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[ομολογουμένως]] («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων [[ὡμολογημένως]] ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. <i>ὡμολογημένος</i> του μέσου παρακμ. του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὡμολογημένως:''' [part. pf. pass. к [[ὁμολογέω]] единодушно, по взаимному соглашению Diod.
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡμολογημένως Medium diacritics: ὡμολογημένως Low diacritics: ωμολογημένως Capitals: ΩΜΟΛΟΓΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hōmologēménōs Transliteration B: hōmologēmenōs Transliteration C: omologimenos Beta Code: w(mologhme/nws

English (LSJ)

Adv. part. pf. Pass. of ὁμολογέω, confessedly, without contradiction, D.S.15.10, Poll.6.208, Phalar.Ep.119.3; cf. ὁμολογουμένως.

German (Pape)

[Seite 1411] adv. part. perf. pass. von ὁμολογέω, zugestanden, verabredetermaßen, ohne Widerrede, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὡμολογημένως: [part. pf. pass. к ὁμολογέω единодушно, по взаимному соглашению Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὡμολογημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὁμολογέω, ὁμολογουμένως, ἄνευ ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, Πολυδ. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος του μέσου παρακμ. του ρ. ὁμολογῶ].