τύκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(1b)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''τύκη:''' ἡ Eur. (v. l. к [[τεῖχος]] и [[τύπος]]) = [[τύκισμα]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τύκη''': ἡ, [[ὄργανον]] λιθοκόπου, ἐν τύκαισι λαΐνοισι Γιγάντων (κατὰ τὸν Ἕρμαν. ἀντὶ τείχεσι) Εὐρ. Ἴων 206· πρβλ. [[τύκισμα]].
|lstext='''τύκη''': ἡ, [[ὄργανον]] λιθοκόπου, ἐν τύκαισι λαΐνοισι Γιγάντων (κατὰ τὸν Ἕρμαν. ἀντὶ τείχεσι) Εὐρ. Ἴων 206· πρβλ. [[τύκισμα]].
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τύκη:''' ἡ ([[τύκος]]), [[εργαλείο]] κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.
|lsmtext='''τύκη:''' ἡ ([[τύκος]]), [[εργαλείο]] κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τύκη:''' ἡ Eur. (v. l. к [[τεῖχος]] и [[τύπος]]) = [[τύκισμα]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τύκη]], ἡ, [[τύκος]]<br />[[mason]]'s [[work]], Eur.
|mdlsjtxt=[[τύκη]], ἡ, [[τύκος]]<br />[[mason]]'s [[work]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 18:12, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

τύκη: ἡ Eur. (v. l. к τεῖχος и τύπος) = τύκισμα.

Greek (Liddell-Scott)

τύκη: ἡ, ὄργανον λιθοκόπου, ἐν τύκαισι λαΐνοισι Γιγάντων (κατὰ τὸν Ἕρμαν. ἀντὶ τείχεσι) Εὐρ. Ἴων 206· πρβλ. τύκισμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
εργαλείο λιθοκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τύχος, κατά τα θηλ.].

Greek Monotonic

τύκη: ἡ (τύκος), εργαλείο κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.

Middle Liddell

τύκη, ἡ, τύκος
mason's work, Eur.