separadamente: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
mNo edit summary
m (esel replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀπόκριτος]], [[ἀπάτερθε]], [[ἐκκριδόν]], [[διαλελυμένως]], [[διάληψις]], [[διαστατῶς]] (see [[διαστατός]]), [[διακριδόν]], [[ἄνδιχα]], [[διαπεφορημένως]], [[διακεκομμένως]], [[διακαθίζω]], [[ἑκάς]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀναμέρος]], [[διῃρημένως]], [[διακεχωρισμένως]], [[διεζευγμένως]], [[διαστατικός]], [[διενηνεγμένως]], [[ἀμφίς]], [[διεσταλμένως]], [[διαμεμερισμένως]], [[ἀπεσχοινισμένως]], [[διακριτικός]], [[ἀπόλυτος]]
|sltx=[[ἀμφίς]], [[ἀναμέρος]], [[ἄνδιχα]], [[ἀπάτερθε]], [[ἀπεσχοινισμένως]], [[ἀποκρίτως]], [[ἀπολύτως]], [[ἀσυνθέτως]], [[διακεκομμένως]], [[διακεχωρισμένως]], [[διακριδόν]], [[διακριτικῶς]], [[διαλελυμένως]], [[κατὰ διάληψιν]], [[διαμεμερισμένως]], [[διαπεφορημένως]], [[διαστατικῶς]], [[διαστατῶς]], [[διεζευγμένως]], [[διενηνεγμένως]], [[διεσταλμένως]], [[διῃρημένως]], [[ἑκάς]], [[ἐκκριδόν]]
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 12 October 2022