διαμεμερισμένως
From LSJ
English (LSJ)
(διαμερίζω) separately, γράφειν Sch.D.T.p.191 H.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διαμερίζω
1 separadamente γράφειν Sch.D.T.191.18.
2 paso a paso, parte por parte ὁ ἰατρὸς ἀπό τινων σημείων προγινώσκει καὶ ἐν χρόνῳ καὶ δ. Steph.in Hp.Progn.46.15.
German (Pape)
[Seite 589] getheilt, B. A. 787, 95.