οίνη: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἴνη]], δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[άμπελος]] («oἱ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίνος]], [[κρασί]] («οἴνης σκύφον προτείνων», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[οἴνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αριθμός]] <i>ένα</i> στα ζάρια, ο [[άσσος]] («ἢ τρεῑς ἓξ ἢ τρεῑς οἶναι», ιων. παροιμ.)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «οἴνας<br />τοὺς κύβους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οἴνη]] ανάγεται σε εκφραστική ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] με σημ. «[[μοναδικός]], [[μόνος]]» (<b>πρβλ.</b> [[οίος]]<i>), που διακρίνεται ως [[προς]] τη σημ. από τη [[ρίζα]] [i]sem</i> του <i>εἷς</i> «[[ένας]]», [[αλλά]], παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με σημ. «[[ένας]]»: λατ. <i>ū</i><i>nus</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. λατ. <i>oino</i>-), αρχ. ιρλδ. <i>oen</i>, γοτθ. <i>ains</i>, γερμ. <i>ein</i>, αρχ. πρωσ. <i>ains</i>. Η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας μαρτυρείται στη Βαλτική και στη Σλαβική σε συνθ. σε <i>ino</i>- και σε παράγωγα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>inokŭ</i> «[[μοναδικός]]»)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἴνη]], δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[άμπελος]] («oἱ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίνος]], [[κρασί]] («οἴνης σκύφον προτείνων», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[οἴνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αριθμός]] <i>ένα</i> στα ζάρια, ο [[άσσος]] («ἢ τρεῖς ἓξ ἢ τρεῖς οἶναι», ιων. παροιμ.)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «οἴνας<br />τοὺς κύβους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οἴνη]] ανάγεται σε εκφραστική ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] με σημ. «[[μοναδικός]], [[μόνος]]» (<b>πρβλ.</b> [[οίος]]<i>), που διακρίνεται ως [[προς]] τη σημ. από τη [[ρίζα]] [i]sem</i> του <i>εἷς</i> «[[ένας]]», [[αλλά]], παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με σημ. «[[ένας]]»: λατ. <i>ū</i><i>nus</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. λατ. <i>oino</i>-), αρχ. ιρλδ. <i>oen</i>, γοτθ. <i>ains</i>, γερμ. <i>ein</i>, αρχ. πρωσ. <i>ains</i>. Η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας μαρτυρείται στη Βαλτική και στη Σλαβική σε συνθ. σε <i>ino</i>- και σε παράγωγα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>inokŭ</i> «[[μοναδικός]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

(I)
οἴνη, δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α)
1. η άμπελος («oἱ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ησίοδ.)
2. οίνος, κρασί («οἴνης σκύφον προτείνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος, κατά τα θηλ. σε -η].
(II)
οἴνη, ἡ (Α)
1. ο αριθμός ένα στα ζάρια, ο άσσος («ἢ τρεῖς ἓξ ἢ τρεῖς οἶναι», ιων. παροιμ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἴνας
τοὺς κύβους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἴνη ανάγεται σε εκφραστική ινδοευρωπαϊκή ρίζα με σημ. «μοναδικός, μόνος» (πρβλ. οίος), που διακρίνεται ως προς τη σημ. από τη ρίζα [i]sem του εἷς «ένας», αλλά, παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με σημ. «ένας»: λατ. ūnus (< αρχ. λατ. oino-), αρχ. ιρλδ. oen, γοτθ. ains, γερμ. ein, αρχ. πρωσ. ains. Η μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας μαρτυρείται στη Βαλτική και στη Σλαβική σε συνθ. σε ino- και σε παράγωγα (πρβλ. αρχ. σλαβ. inokŭ «μοναδικός»)].