Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επαιτώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(12)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπαιτῶ, -έω) [[αιτώ]]<br />[[ζητώ]] [[ελεημοσύνη]], [[ζητιανεύω]] («ἐκ [[σέθεν]] δ' ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ' ἡμέραν βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζητώ]] επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη [[συμπάθεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («εἰ καὶ κέ νυ [[οἴκοθεν]] [[ἄλλο]] μεῑζον ἐπαιτήσειας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[απλώς]]) [[ζητώ]].
|mltxt=(AM ἐπαιτῶ, -έω) [[αιτώ]]<br />[[ζητώ]] [[ελεημοσύνη]], [[ζητιανεύω]] («ἐκ [[σέθεν]] δ' ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ' ἡμέραν βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζητώ]] επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη [[συμπάθεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («εἰ καὶ κέ νυ [[οἴκοθεν]] [[ἄλλο]] μεῖζον ἐπαιτήσειας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[απλώς]]) [[ζητώ]].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 13 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπαιτῶ, -έω) αιτώ
ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω («ἐκ σέθεν δ' ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ' ἡμέραν βίον», Σοφ.)
νεοελλ.
ζητώ επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη συμπάθεια»)
αρχ.
1. ζητώ κάτι επί πλέον («εἰ καὶ κέ νυ οἴκοθεν ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας», Ομ. Ιλ.)
2. (απλώς) ζητώ.