εκείσε: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(10)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐκεῑσε και κεῑσε (AM)<br /><b>επίρρ.</b> (για [[στάση]]) [[εκεί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[εκεί]]<br /><b>2.</b> στον [[άλλο]] κόσμο<br /><b>3.</b> (για λόγο) σε κείνο το [[σημείο]].
|mltxt=ἐκεῖσε και κεῖσε (AM)<br /><b>επίρρ.</b> (για [[στάση]]) [[εκεί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[εκεί]]<br /><b>2.</b> στον [[άλλο]] κόσμο<br /><b>3.</b> (για λόγο) σε κείνο το [[σημείο]].
}}
}}

Latest revision as of 09:27, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐκεῖσε και κεῖσε (AM)
επίρρ. (για στάση) εκεί
αρχ.
1. (για κίνηση) προς τα εκεί
2. στον άλλο κόσμο
3. (για λόγο) σε κείνο το σημείο.