κράδος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "fig-tree" to "fig tree")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κράδος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[νόσος]] τών [[φυτών]], και [[ιδίως]] της συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῑται δὲ σφακελισμὸς μέν, [[ὅταν]] αἱ ῥίζαι μελανθῶσι<br />[[κράδος]] δέ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[κλάδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κράδη]], μτγν. και [[σπάνιος]]].
|mltxt=[[κράδος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[νόσος]] τών [[φυτών]], και [[ιδίως]] της συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῖται δὲ σφακελισμὸς μέν, [[ὅταν]] αἱ ῥίζαι μελανθῶσι<br />[[κράδος]] δέ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[κλάδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κράδη]], μτγν. και [[σπάνιος]]].
}}
}}

Revision as of 09:31, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράδος Medium diacritics: κράδος Low diacritics: κράδος Capitals: ΚΡΑΔΟΣ
Transliteration A: krádos Transliteration B: krados Transliteration C: krados Beta Code: kra/dos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, A blight in fig trees, etc., which blackens the boughs, Thphr.HP4.14.4. II = κράδη 1, v.l. for κλάδοις in Dsc.1.128.

Greek (Liddell-Scott)

κράδος: ᾰ, ὁ, νόσος τις φθοροποιὸς τῶν συκῶν, κλ., ἥτις μελανίζει τοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 4· ἴδε κράδη ΙΙ. ΙΙ. = κράδη Ι, κλάδος, Διοσκ. 1. 133 (Sprengel κράδη).

Greek Monolingual

κράδος, ὁ (Α)
1. νόσος τών φυτών, και ιδίως της συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῖται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι
κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)
2. κλάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κράδη, μτγν. και σπάνιος].