Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιχώριος: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιχώριος]], -ον και -ος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μένει μόνιμα σε έναν [[τόπο]], ό [[ντόπιος]] («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] τη [[χώρα]] (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιχώριον</i><br /><b>1.</b> η [[συνήθεια]] που επικρατεί σε έναν [[τόπο]] («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα [[χρήση]]<br /><b>3.</b> όπως [[είναι]] [[συνήθεια]] σε μια [[χώρα]] να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῖν»)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> τα κοινά πράγματα<br /><b>5.</b> [[οικείος]] («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιχώριος]], -ον και -ος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μένει μόνιμα σε έναν [[τόπο]], ό [[ντόπιος]] («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] τη [[χώρα]] (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιχώριον</i><br /><b>1.</b> η [[συνήθεια]] που επικρατεί σε έναν [[τόπο]] («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα [[χρήση]]<br /><b>3.</b> όπως [[είναι]] [[συνήθεια]] σε μια [[χώρα]] να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῖν»)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> τα κοινά πράγματα<br /><b>5.</b> [[οικείος]] («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιχώριος, -ον και -ος, -α, -ον)
1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.)
2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιχώριον
1. η συνήθεια που επικρατεί σε έναν τόπο («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», Αριστοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα χρήση
3. όπως είναι συνήθεια σε μια χώρα να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῖν»)
4. στον πληθ. τα κοινά πράγματα
5. οικείος («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώρα + κατάλ. -ιος].