Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιχώριος

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιχώριος, -ον και -ος, -α, -ον)
1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.)
2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιχώριον
1. η συνήθεια που επικρατεί σε έναν τόπο («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», Αριστοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα χρήση
3. όπως είναι συνήθεια σε μια χώρα να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῖν»)
4. στον πληθ. τα κοινά πράγματα
5. οικείος («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώρα + κατάλ. -ιος].