ονάριον: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - " , " to ", ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῦν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).
|mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῦν, εἰ ἐπωλεῖτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 13 October 2022

Greek Monolingual

ὀνάριον, τὸ (Α) όνος
1. μικρός όνος, γαιδουράκι
2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῦν, εἰ ἐπωλεῖτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).