πειθαρχώ: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(31)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />[[υπακούω]] στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, [[είμαι]] [[ευπειθής]], [[τηρώ]] την [[πειθαρχία]] (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν [[σιγά]] [[σιγά]] να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]]», Εύπολ.)<br />(για πλοία) [[είμαι]] ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῑς πηδαλίοις», <b>Κρατίν.</b>).
|mltxt=πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />[[υπακούω]] στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, [[είμαι]] [[ευπειθής]], [[τηρώ]] την [[πειθαρχία]] (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν [[σιγά]] [[σιγά]] να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῖ... [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]]», Εύπολ.)<br />(για πλοία) [[είμαι]] ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῖς πηδαλίοις», <b>Κρατίν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 13 October 2022

Greek Monolingual

πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ πείθαρχος
υπακούω στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, είμαι ευπειθής, τηρώ την πειθαρχία (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν σιγά σιγά να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῖ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος», Εύπολ.)
(για πλοία) είμαι ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῖς πηδαλίοις», Κρατίν.).