μεμψιμοιρώ: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) [[μεμψίμοιρος]]<br />[[παραπονιέμαι]] με τη [[μοίρα]] μου, [[είμαι]] δυσαρεστημένος, [[γκρινιάζω]] («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῖν αὐτῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέως», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον («οὐ μεμψιμοιρεῑ ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν αὐτῷ», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) [[μεμψίμοιρος]]<br />[[παραπονιέμαι]] με τη [[μοίρα]] μου, [[είμαι]] δυσαρεστημένος, [[γκρινιάζω]] («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῖν αὐτῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέως», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον («οὐ μεμψιμοιρεῖ ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν αὐτῷ», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 13 October 2022

Greek Monolingual

(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) μεμψίμοιρος
παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῖν αὐτῷ», Πολ.)
αρχ.
1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέως», Λουκιαν.)
2. κατηγορώ κάποιον («οὐ μεμψιμοιρεῖ ὁ δῆμος οὐδὲν αὐτῷ», Δημοσθ.).