μεμψιμοιρώ
From LSJ
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
Greek Monolingual
(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) μεμψίμοιρος
παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῖν αὐτῷ», Πολ.)
αρχ.
1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέως», Λουκιαν.)
2. κατηγορώ κάποιον («οὐ μεμψιμοιρεῖ ὁ δῆμος οὐδὲν αὐτῷ», Δημοσθ.).