πρυλεύσεις: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[πρυλέες]] και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>πρυλεύω</i>. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η θρησκευτική σημ. της λ. παράλληλα [[προς]] την στρατιωτική σημ. του τ. [[πρυλέες]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 13 October 2022
English (LSJ)
ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. πρυλεύω. Αξιοσημείωτη είναι η θρησκευτική σημ. της λ. παράλληλα προς την στρατιωτική σημ. του τ. πρυλέες.