λιθόβολος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιθόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός πού | |mltxt=[[λιθόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός πού λιθοβολεῖται, [[λιθόβλητος]] («ἃ δράκοντος [[αἷμα]] λιθόβολον κατειργάσω», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:53, 13 October 2022
English (LSJ)
ον, Pass., struck with stones, stoned, E. Ph. 1063 (lyr.).
Greek Monolingual
λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῖται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
λῐθόβολος: пролившийся от удара камня (δράκοντος αἷμα Eur.).
Middle Liddell
λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθοβόλος βάλλω
proparox. λιθόβολος, ον, pass. struck with stones, stoned, Eur.