ωοτοκώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῦντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [[ωοτόκος]]<br /><b>(αμτβ.)</b> (για ζώο) α) [[γεννώ]] αβγά<br />β) [[είμαι]] [[ωοτόκος]], αναπαράγομαι με [[ωοτοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) [[παράγω]] σπόρο<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ᾠοτοκοῦντα</i><br />τα ωοτόκα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ᾠοτοκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />γεννιέμαι όπως το [[αβγό]] («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῖται, ὡς [[ἄνθρωπος]], τὰ δ' ᾠοτοκεῖται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 13 October 2022

Greek Monolingual

ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ ωοτόκος
(αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά
β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία
αρχ.
1. (για φυτό) παράγω σπόρο
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῦντα
τα ωοτόκα
3. παθ. ᾠοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῖται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῖται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).