ἱπποπείρης: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(18) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποπείρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει [[πείρα]] από ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i> | |mltxt=[[ἱπποπείρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει [[πείρα]] από ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>πεῖρα</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:05, 13 October 2022
German (Pape)
[Seite 1260] roßerfahren, roßkundig, Anacr. 62, 11, richtiger ἱπποσείρης.
Greek Monolingual
ἱπποπείρης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πείρα από ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + πεῖρα].