νυσταγμός: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nystagmos
|Transliteration C=nystagmos
|Beta Code=nustagmo/s
|Beta Code=nustagmo/s
|Definition=ὁ, [[drowsiness]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>10</span>, <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Ps.</span>131(132).4</span>, al.: in plural, Porph.<span class="title">Abst.</span>I. <span class="bibl">28</span>.
|Definition=ὁ, [[drowsiness]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>10</span>, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>131(132).4</span>, al.: in plural, Porph.<span class="title">Abst.</span>I. <span class="bibl">28</span>.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:35, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυσταγμός Medium diacritics: νυσταγμός Low diacritics: νυσταγμός Capitals: ΝΥΣΤΑΓΜΟΣ
Transliteration A: nystagmós Transliteration B: nystagmos Transliteration C: nystagmos Beta Code: nustagmo/s

English (LSJ)

ὁ, drowsiness, Hp.VM10, LXX Ps.131(132).4, al.: in plural, Porph.Abst.I. 28.

Russian (Dvoretsky)

νυσταγμός:сонливое состояние, дремота Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νυσταγμός: ὁ, ἡ ἐπιγινομένη ἐκ τοῦ ὕπνου καταφορά, τὸ νυστάζειν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 4.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυσταγμός)
διάθεση για ύπνο, νύστα
νεοελλ.
ιατρ. ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και κατά οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση ή κατά περιστροφική έννοια
μσν.
μτφ. νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυστάζω. Η λ. με τη νεοελλ. ιατρ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nystagmus].