πότισμα: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίσματος, το, ΝΜΑ [[ποτίζω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ποτίζω]] (α. «το [[πότισμα]] του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το [[πότισμα]], να τους δώσετε να φάνε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η τεχνητή [[παροχή]] νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η [[άρδευση]]. | |mltxt=-ίσματος, το, ΝΜΑ [[ποτίζω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ποτίζω]] (α. «το [[πότισμα]] του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το [[πότισμα]], να τους δώσετε να φάνε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η τεχνητή [[παροχή]] νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η [[άρδευση]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[bebida]], [[pócima]] π. καλόν <b class="b3">pócima eficaz</b> P VII 969 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, draught, Asclep. ap. Gal.14.137.
German (Pape)
[Seite 690] τό, der Trank, Diosc.
Spanish
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΜΑ ποτίζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του ποτίζω (α. «το πότισμα του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τους δώσετε να φάνε»)
νεοελλ.
η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση.