ἐλλέβορος: Difference between revisions
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
(CSV import) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=βότανο γιά [[θεραπεία]] τῆς παραφροσύνης). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως πρῶτο συνθετικό ἔλλερα (=φοβερά, κακά) + βόρος τοῦ [[βιβρώσκω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ἐλλεβορίζω (=[[δίνω]] σέ κάποιον νά πιεῖ ἐλλέβορο), ἐλλεβοριάω (=εἶμαι τρελός), ἐλλεβορισμός (=[[θεραπεία]] μέ ἐλλέβορο). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στο [[ρῆμα]] [[βιβρώσκω]]. | |mantxt=(=βότανο γιά [[θεραπεία]] τῆς παραφροσύνης). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως πρῶτο συνθετικό ἔλλερα (=φοβερά, κακά) + βόρος τοῦ [[βιβρώσκω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ἐλλεβορίζω (=[[δίνω]] σέ κάποιον νά πιεῖ ἐλλέβορο), ἐλλεβοριάω (=εἶμαι τρελός), ἐλλεβορισμός (=[[θεραπεία]] μέ ἐλλέβορο). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στο [[ρῆμα]] [[βιβρώσκω]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ bot. [[eléboro]] oculto bajo un nombre secreto γόνος Ἡλίου· ἐ. λευκός <b class="b3">semen de Helios es eléboro blanco</b> P XII 433 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:33, 15 October 2022
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ellébore, plante employée contre la folie ; ◊ prov. πῖθ’ ἑλλέβορον litt. bois de l'ellébore, càd tu es fou, va te faire soigner !.
Étymologie: DELG étym. obsc. ; pê ἐλλός², βιβρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλέβορος: и ἑλλέβορος ὁ бот. эллебор, чемерица (Veratrum), по друг. морозник (Helleborus niger или orientalis, растение, ценившееся как средство против душевных болезней Plat., Dem., Sext. - и отчасти как слабительное: ἐ. κινεῖ τὴν ἄνω κοιλίαν Arst.): πῖθ᾽ ἑλλέβορον Arph. попей эллебора, т. е. ты с ума спятил.
Mantoulidis Etymological
(=βότανο γιά θεραπεία τῆς παραφροσύνης). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως πρῶτο συνθετικό ἔλλερα (=φοβερά, κακά) + βόρος τοῦ βιβρώσκω.
Παράγωγα: ἐλλεβορίζω (=δίνω σέ κάποιον νά πιεῖ ἐλλέβορο), ἐλλεβοριάω (=εἶμαι τρελός), ἐλλεβορισμός (=θεραπεία μέ ἐλλέβορο). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στο ρῆμα βιβρώσκω.
Léxico de magia
ὁ bot. eléboro oculto bajo un nombre secreto γόνος Ἡλίου· ἐ. λευκός semen de Helios es eléboro blanco P XII 433