ὡρακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὡρᾱκίζω''': μέλλ. -ίσω, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 481, Ἐτυμ Μέγ. 823. 33· [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης ἀντιλήψεως ὅτι τὸ ὡρακιῶ (παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ἦτο μέλλων.
|lstext='''ὡρᾱκίζω''': μέλλ. -ίσω, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 481, Ἐτυμ Μέγ. 823. 33· [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης ἀντιλήψεως ὅτι τὸ ὡρακιῶ (παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ἦτο μέλλων.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1414.png Seite 1414]] = [[ὡρακιάω]], Suid.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />ὡρακιῶ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του <i>ὡρακιῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 18:37, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρᾱκίζω Medium diacritics: ὡρακίζω Low diacritics: ωρακίζω Capitals: ΩΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: hōrakízō Transliteration B: hōrakizō Transliteration C: orakizo Beta Code: w(raki/zw

English (LSJ)

ὡρακιάω, faint, swoon away, EM823.33.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 481, Ἐτυμ Μέγ. 823. 33· ἴσως ἕνεκα ἡμαρτημένης ἀντιλήψεως ὅτι τὸ ὡρακιῶ (παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ἦτο μέλλων.

German (Pape)

[Seite 1414] = ὡρακιάω, Suid.

Greek Monolingual

ΜΑ
ὡρακιῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ὡρακιῶ].