ocultar: Difference between revisions
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐγκρυφιάζω]], [[ἀπερύκω]], [[ἀμαλδύνω]], [[ἐγκατορύσσω]], [[ἀποκρύβω]], [[ἐγκρύβω]], [[ἐγκρύπτω]], [[εἰλύω]], [[βύω]], [[ἀφανίζω]], [[ἀφαντόω]], [[ἐκκλέπτω]], [[ἀμφικρύπτω]], [[ἀντεπικρύπτω]], [[διακρύπτω]], [[ἐγκρύφω]], [[διασκιάζω]], [[ἀνακρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], [[ἐγκατακρύπτω]], [[ἀλεάζω]], [[ἀδηλόω]], [[διασκεπάζω]], [[διασιωπάω]], [[διακρούω]], [[ἁλιβδύω]] | |sltx=[[ἐγκρυφιάζω]], [[ἀπερύκω]], [[ἀμαλδύνω]], [[ἐγκατορύσσω]], [[ἀποκρύβω]], [[ἐγκρύβω]], [[ἐγκρύπτω]], [[εἰλύω]], [[βύω]], [[ἀφανίζω]], [[ἀφαντόω]], [[ἐκκλέπτω]], [[ἀμφικρύπτω]], [[ἀντεπικρύπτω]], [[διακρύπτω]], [[ἐγκρύφω]], [[διασκιάζω]], [[ἀνακρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], [[ἐγκατακρύπτω]], [[ἀλεάζω]], [[ἀδηλόω]], [[διασκεπάζω]], [[διασιωπάω]], [[διακρούω]], [[ἁλιβδύω]], [[κρύπτω]], [[κεύθω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 1 November 2022
Spanish > Greek
ἐγκρυφιάζω, ἀπερύκω, ἀμαλδύνω, ἐγκατορύσσω, ἀποκρύβω, ἐγκρύβω, ἐγκρύπτω, εἰλύω, βύω, ἀφανίζω, ἀφαντόω, ἐκκλέπτω, ἀμφικρύπτω, ἀντεπικρύπτω, διακρύπτω, ἐγκρύφω, διασκιάζω, ἀνακρύπτω, ἀποκρύπτω, ἐγκατακρύπτω, ἀλεάζω, ἀδηλόω, διασκεπάζω, διασιωπάω, διακρούω, ἁλιβδύω, κρύπτω, κεύθω