μαλακόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malakothriks
|Transliteration C=malakothriks
|Beta Code=malako/qric
|Beta Code=malako/qric
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[soft-haired]], Arist. ''GA'' 783a13.
|Definition=[[μαλακότριχος]], ὁ, ἡ, [[soft-haired]], Arist. ''GA'' 783a13.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μᾰλᾰκόθριξ:''' τρῐχος adj. [[имеющий мягкие волосы]], [[мягковолосый]] ([[Σκύθαι]] Arst.).
|elrutext='''μᾰλᾰκόθριξ:''' [[μαλακότριχος]] adj. [[имеющий мягкие волосы]], [[мягковолосый]] ([[Σκύθαι]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.
|lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': [[μαλακότριχος]], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαλακόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει απαλό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[λευκόθριξ]])].
|mltxt=[[μαλακόθριξ]], [[μαλακότριχος]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει απαλό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[λευκόθριξ]])].
}}
}}

Revision as of 15:22, 2 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλακόθριξ Medium diacritics: μαλακόθριξ Low diacritics: μαλακόθριξ Capitals: ΜΑΛΑΚΟΘΡΙΞ
Transliteration A: malakóthrix Transliteration B: malakothrix Transliteration C: malakothriks Beta Code: malako/qric

English (LSJ)

μαλακότριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, Arist. GA 783a13.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый (Σκύθαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.

Greek Monolingual

μαλακόθριξ, μαλακότριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει απαλό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκόθριξ)].