συφός: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χοιροστάσιο]], [[συφεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[συφεός]]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[χοιροστάσιο]], [[συφεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[συφεός]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[συφεός]], Lycophr. 875. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, = συφεός, Lyc.676, Poll.7.187.
Greek (Liddell-Scott)
σῠφός: ὁ, = συφεός, στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χοιροστάσιο, συφεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συφεός].
German (Pape)
ὁ, = συφεός, Lycophr. 875.