τωὐτό: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.
|elnltext=τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τωὐτό:''' (όχι <i>τωϋτό</i> ή <i>τὠυτό</i>), γεν. <i>τωὐτοῦ</i>, δοτ. [[τωὐτῷ]], Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]] κ.λπ.
|lsmtext='''τωὐτό:''' (όχι <i>τωϋτό</i> ή <i>τὠυτό</i>), γεν. <i>τωὐτοῦ</i>, δοτ. [[τωὐτῷ]], Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]] κ.λπ.
}}
{{pape
|ptext=ion. = τὸ [[αὐτό]], Her.
}}
}}

Revision as of 16:33, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.

Russian (Dvoretsky)

τωὐτό: (gen. τωὐτέου, dat. τωὐτῷ) ион. = τὸ αὐτό.

Greek (Liddell-Scott)

τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.

Greek Monotonic

τωὐτό: (όχι τωϋτό ή τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτ. τωὐτῷ, Ιων. κράση αντί τὸ αὐτό κ.λπ.

German (Pape)

ion. = τὸ αὐτό, Her.