κήνσωρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(6_19)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήνσωρ''': -ορος, (κατὰ Κόντον κήνσωρος, Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 137), ὁ Λατ. censor, [[τιμητής]], Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 17. 13, Ἀθαν. Ι. 365Α, C, κλ.
|lstext='''κήνσωρ''': -ορος, (κατὰ Κόντον κήνσωρος, Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 137), ὁ Λατ. censor, [[τιμητής]], Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 17. 13, Ἀθαν. Ι. 365Α, C, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κήνσωρ]] και κένσωρ -[[ορός]] ή, ορθ., -ωρος)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(επί βενετοκρατίας στα Επτάνησα) τιμητικό [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[Ρώμη]]) [[τιμητής]], [[αξίωμα]] που έφεραν δύο άρχοντες οι οποίοι διενεργούσαν την [[απογραφή]] τών πολιτών και την [[εκτίμηση]] της περιουσίας τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>censor</i> «[[τιμητής]]»].
}}
{{pape
|ptext=das lat. <i>[[censor]]; VLL, [[NT]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 16:33, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κήνσωρ: -ορος, (κατὰ Κόντον κήνσωρος, Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 137), ὁ Λατ. censor, τιμητής, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 17. 13, Ἀθαν. Ι. 365Α, C, κλ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κήνσωρ και κένσωρ -ορός ή, ορθ., -ωρος)
νεοελλ.-μσν.
(επί βενετοκρατίας στα Επτάνησα) τιμητικό αξίωμα
αρχ.
(στη Ρώμη) τιμητής, αξίωμα που έφεραν δύο άρχοντες οι οποίοι διενεργούσαν την απογραφή τών πολιτών και την εκτίμηση της περιουσίας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censor «τιμητής»].

German (Pape)

das lat. censor; VLL, NT.