γνάθων: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γνάθων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ [[στόμα]]· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος.
|lstext='''γνάθων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ [[στόμα]]· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος.
}}
{{pape
|ptext=ωνος, ὁ, <i>[[Pausback]]</i>, als [[Eigenname]] von [[Parasiten]], Plut. und Comici.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνάθων Medium diacritics: γνάθων Low diacritics: γνάθων Capitals: ΓΝΑΘΩΝ
Transliteration A: gnáthōn Transliteration B: gnathōn Transliteration C: gnathon Beta Code: gna/qwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, full-mouth, pr. n. of a parasite, Plu.2.707e, Longus4.16:—also Γναθωνάριον, ibid.: Γναθωνίδης Luc.Tim.45.

Spanish (DGE)

αὔλημά τι ἢ ἀναφύσημα Phot.γ 161.

Greek (Liddell-Scott)

γνάθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ στόμα· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον ὄνομα παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος.

German (Pape)

ωνος, ὁ, Pausback, als Eigenname von Parasiten, Plut. und Comici.