μυωξία: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(6_10) |
m (pape replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myoksia | |Transliteration C=myoksia | ||
|Beta Code=muwci/a | |Beta Code=muwci/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[mouse-hole]], also a term of reproach, Id., Suid.; cf. [[μυωνιά]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυωξία''': ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ. | |lstext='''μυωξία''': ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυωξία]], ἡ (ΑΜ) [[μυωξός]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) υπόγεια [[φωλιά]] ζώου και [[ιδίως]] ποντικού, [[ποντικότρυπα]], [[ποντικοφωλιά]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, = [[μυωνία]], Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:34, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, mouse-hole, also a term of reproach, Id., Suid.; cf. μυωνιά.
Greek (Liddell-Scott)
μυωξία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
μυωξία, ἡ (ΑΜ) μυωξός
(κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά.
German (Pape)
ἡ, = μυωνία, Sp.