διλοχία: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[διλοχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αποτελείται από δύο λόχους<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] με τριανταδύο άντρες.
|mltxt=η (Α [[διλοχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αποτελείται από δύο λόχους<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] με τριανταδύο άντρες.
}}
{{pape
|ptext=<i>ein Doppellochos</i>; Pol. 1021.4; Suid.
}}
}}

Revision as of 16:38, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλοχῐ́ᾱ Medium diacritics: διλοχία Low diacritics: διλοχία Capitals: ΔΙΛΟΧΙΑ
Transliteration A: dilochía Transliteration B: dilochia Transliteration C: dilochia Beta Code: diloxi/a

English (LSJ)

ἡ, double band, two companies, double company, Aen.Tact. 15.3, Plb.10.23.4; body of thirty-two men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact. 10.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
milit. compañía doble compuesta de dos λόχοι Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.Tact.2.8, 3.4, Arr.10.1.

Russian (Dvoretsky)

διλοχία:двойной лох (см. λόχος) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διλοχία: ἡ, διπλοῦς λόχος, Πολύβ. 10. 23, 4· σῶμα ἐκ 32 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1· ― διλοχίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς διλοχίας, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

η (Α διλοχία)
νεοελλ.
στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχους
αρχ.
στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες.

German (Pape)

ein Doppellochos; Pol. 1021.4; Suid.