κνιστός: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνιστός]], -ή, -όν (Α)<br />(εσφ. γρφ.) [[κνηστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. γρφ. του [[κνηστός]]].
|mltxt=[[κνιστός]], -ή, -όν (Α)<br />(εσφ. γρφ.) [[κνηστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. γρφ. του [[κνηστός]]].
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[κνίζω]], <i>[[klein]] [[geschabt]], [[gehackt]]</i>, λάχανα Ath. IX.373a; <i>VLL</i>.
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνιστός Medium diacritics: κνιστός Low diacritics: κνιστός Capitals: ΚΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: knistós Transliteration B: knistos Transliteration C: knistos Beta Code: knisto/s

English (LSJ)

ή, όν, v. κνηστός.

Greek (Liddell-Scott)

κνιστός: -ή, -όν, πρβλ. κνηστός.

Greek Monolingual

κνιστός, -ή, -όν (Α)
(εσφ. γρφ.) κνηστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. του κνηστός].

German (Pape)

Adj. verb. zu κνίζω, klein geschabt, gehackt, λάχανα Ath. IX.373a; VLL.