ἀπόρροος: Difference between revisions
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόρροος''': -ον, συνηρ. -ρρους, ουν ([[ἀπορρέω]]), ἀπορρέων, μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8. ΙΙ. ὡς ουσιαστ. διακλάδωσις ἢ [[βραχίων]] ποταμοῦ ἢ θαλάσσης, ἐκ τῶν [[ἄνωθεν]] τόπων ἔρχεται τοῦ Νείλου τις ἀπόρρους Ἀριστ. 2. 351. 354. | |lstext='''ἀπόρροος''': -ον, συνηρ. -ρρους, ουν ([[ἀπορρέω]]), ἀπορρέων, μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8. ΙΙ. ὡς ουσιαστ. διακλάδωσις ἢ [[βραχίων]] ποταμοῦ ἢ θαλάσσης, ἐκ τῶν [[ἄνωθεν]] τόπων ἔρχεται τοῦ Νείλου τις ἀπόρρους Ἀριστ. 2. 351. 354. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[abfließend]]</i>, αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον Antiphan. Ath. X.440c. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, contr. ἀπό-ρρους, ουν, (ἀπορρέω) A streaming out of, αἰγῶν ἀ. θρόμβος Antiph.52.8. II Subst., outflow, κρήνης E.Antiop. iv B 57 Arn.; branch of a river or sea, Νείλου Aristid.Or.36(48).74; θαλάσσης ib.87, cf. 44(17).17 (pl.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν
1 adj. chorreante αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον chorreante cuajada de cabras Antiph.52.8.
2 subst. ὁ ἀ. desagüe, chorro κρήνης E.Fr.10.78P., ὕδατι SEG 13.521.144 (Pérgamo II a.C.)
•de ríos, mar brazo, canal Νείλου Aristid.Or.36.74, (θαλάττης) Aristid.Or.36.87.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρροος: -ον, συνηρ. -ρρους, ουν (ἀπορρέω), ἀπορρέων, μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8. ΙΙ. ὡς ουσιαστ. διακλάδωσις ἢ βραχίων ποταμοῦ ἢ θαλάσσης, ἐκ τῶν ἄνωθεν τόπων ἔρχεται τοῦ Νείλου τις ἀπόρρους Ἀριστ. 2. 351. 354.
German (Pape)
abfließend, αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον Antiphan. Ath. X.440c.