βεβαίωμα: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βεβαίωμα''': τό, [[βεβαίωσις]], [[ἀπόδειξις]], [[ἐπικύρωσις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 2. 12, 4, πρβλ. 17. 1, 1. | |lstext='''βεβαίωμα''': τό, [[βεβαίωσις]], [[ἀπόδειξις]], [[ἐπικύρωσις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 2. 12, 4, πρβλ. 17. 1, 1. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, = [[βεβαίωσις]], Jos. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, confirmation, proof, J.AJ2.12.4, 17.1.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
prueba θεατὴς τοιούτων βεβαιωμάτων καὶ ἀκροατὴς I.AI 2.275, εὐνοίας βεβαιώματα εὑρημένος I.AI 17.3.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαίωμα: τό, βεβαίωσις, ἀπόδειξις, ἐπικύρωσις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 2. 12, 4, πρβλ. 17. 1, 1.
German (Pape)
τό, = βεβαίωσις, Jos.