λοιμότης: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λοιμότης]], -ητος, ἡ (Α) [[λοιμός]]<br />[[φθοροποιός]] [[κατάσταση]]. | |mltxt=[[λοιμότης]], -ητος, ἡ (Α) [[λοιμός]]<br />[[φθοροποιός]] [[κατάσταση]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ητος, ἡ, <i>[[Pestzustand]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:46, 24 November 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, pestilent condition, LXX Es.8.13 (16.7).
Greek (Liddell-Scott)
λοιμότης: -ητος, ἡ, λοιμική, φθοροποιὸς κατάστασις, Ἑβδ. (Έσθ. (προσθ.) Ιϛ΄, 5).
Greek Monolingual
λοιμότης, -ητος, ἡ (Α) λοιμός
φθοροποιός κατάσταση.
German (Pape)
ητος, ἡ, Pestzustand, Sp.