λοιμότης: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοιμότης]], -ητος, ἡ (Α) [[λοιμός]]<br />[[φθοροποιός]] [[κατάσταση]].
|mltxt=[[λοιμότης]], -ητος, ἡ (Α) [[λοιμός]]<br />[[φθοροποιός]] [[κατάσταση]].
}}
{{pape
|ptext=ητος, ἡ, <i>[[Pestzustand]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμότης Medium diacritics: λοιμότης Low diacritics: λοιμότης Capitals: ΛΟΙΜΟΤΗΣ
Transliteration A: loimótēs Transliteration B: loimotēs Transliteration C: loimotis Beta Code: loimo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, pestilent condition, LXX Es.8.13 (16.7).

Greek (Liddell-Scott)

λοιμότης: -ητος, ἡ, λοιμική, φθοροποιὸς κατάστασις, Ἑβδ. (Έσθ. (προσθ.) Ιϛ΄, 5).

Greek Monolingual

λοιμότης, -ητος, ἡ (Α) λοιμός
φθοροποιός κατάσταση.

German (Pape)

ητος, ἡ, Pestzustand, Sp.