καταχαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχαίνω''': μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ [[χάσκω]] ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] περιγελῶ τινα, τινός· «καταχήνῃ· καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.
|lstext='''καταχαίνω''': μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ [[χάσκω]] ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] περιγελῶ τινα, τινός· «καταχήνῃ· καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.
}}
{{pape
|ptext=([[χαίνω]]), <i>mit offenem Munde, mit lautem [[Gelächter]] [[verspotten]], [[verhöhnen]]</i>, τινός; Hesych. erkl. καταχήνῃ mit καταγελάσῃ.
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

καταχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ χάσκω ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα περιγελῶ τινα, τινός· «καταχήνῃ· καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.

German (Pape)

(χαίνω), mit offenem Munde, mit lautem Gelächter verspotten, verhöhnen, τινός; Hesych. erkl. καταχήνῃ mit καταγελάσῃ.